ἐργαστηριακῶν

ἐργαστηριακῶν
ἐργαστηριακός
practising a handicraft
fem gen pl
ἐργαστηριακός
practising a handicraft
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… …   Dictionary of Greek

  • εργαστηριακός — ή, ό (AM ἐργαστηριακός, ή, όν) [εργαστήριο] νεοελλ. αυτός που γίνεται σε εργαστήριο («εργαστηριακή έρευνα») αρχ. μσν. 1. αυτός που κάνει χειρωνακτική εργασία («πλῆθος ἐργαστηριακῶν καὶ βαναύσων ἀνθρώπων», Πολ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐργαστηριακόν …   Dictionary of Greek

  • κατάλυση — Φαινόμενο κατά το οποίο μικρή ποσότητα μιας ξένης ουσίας, η οποία καλείται καταλύτης, αυξάνει την ταχύτητα μιας χημικής αντίδρασης (θετική κ.) ή την ελαττώνει (αρνητική κ.). Οι καταλύτες δρουν σε ελάχιστες ποσότητες και δεν μετέχουν στην… …   Dictionary of Greek

  • κλινικός — ή, ό (Α κλινικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην κλίνη 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι κλινικοί χριστιανοί τών πρώτων μ. Χ. αιώνων οι οποίοι έπαιρναν το βάπτισμα με ραντισμό στην επιθανάτια κλίνη λόγω τής αντιλήψεως ότι ήταν… …   Dictionary of Greek

  • πυρηνικός — ή, ό, Ν [πυρήνας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρήνα τού ατόμου 2. φρ. α) «πυρηνικά καύσιμα» (πυρην.) υλικά καταλλήλως διαμορφωμένα, με τα οποία τροφοδοτούνται οι πυρηνικοί αντιδραστήρες για την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας και τών… …   Dictionary of Greek

  • τσεκ-άπ — το, Ν άκλ. (ξεν.) γενική ιατρική εξέταση που περιλαμβάνει μια σειρά κλινικών και εργαστηριακών ερευνών οι οποίες εκτελούνται συστηματικά ή συμπτωματικά για την εκτίμηση τής κατάστασης τής υγείας ενός ατόμου που, κατά τα φαινόμενα, δεν έχει καμιά… …   Dictionary of Greek

  • κινησιοσκόπιο — Ηλεκτρονική διάταξη η οποία μετατρέπει σε ορατές εικόνες τις μεταβολές εύρους των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων που λαμβάνει μια συσκευή τηλεόρασης από τον σταθμό ο οποίος εκπέμπει. Το κ. αποτελείται από έναν γυάλινο σωλήνα, στο εσωτερικό του οποίου… …   Dictionary of Greek

  • Κιπ, Πέτρους Γιάκομπους — (Petrus Jacobus Kipp, Ουτρέχτη 1808 – 1864). Ολλανδός χημικός. Το 1830 άνοιξε μια επιχείρηση εργαστηριακών συσκευών και χημικών στο Ντελφ. Το 1844 επινόησε μια γυάλινη συσκευή για την παραγωγή αερίων στο εργαστήριο, η οποία χρησιμοποιείται εν… …   Dictionary of Greek

  • Μπρόουερ, Μαρσέλ — (Marcel Breuer, Πεκς 1902 –). Ούγγρος μορφολόγος σχεδιαστής και αρχιτέκτονας. Το 1918 άρχισε τις σπουδές του στο Μπαουχάους της Βαϊμάρης και τέσσερα χρόνια αργότερα έγινε διευθυντής του εργαστηρίου των επίπλων και συνεργάτης του Βάλτερ Γκρόπιους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”